- φιλοσοφεῖ
- φιλοσοφέωlove knowledgepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φιλοσοφέωlove knowledgepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσόφει — φιλοσοφέω love knowledge pres imperat act 2nd sg (attic epic) φιλοσοφέω love knowledge imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моудровати — МОУДР|ОВАТИ (22), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Рассуждать, размышлять: тъ же и ѡ створшаго б҃ѹ и ѡ нашемь самовластии наѹчи добрѣ Платонъ мѹдровати (φρоνεῖν) ГА XIII–XIV, 48в; не высока˫а мудрѹите. но въ смѣреныхъ ходите ПНЧ XIV, 100в; великыи же василии ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek
μωροφιλόσοφος — μωροφιλόσοφος, ό και ἡ (Α) αυτός που φιλοσοφεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φιλόσοφος] … Dictionary of Greek
συμφιλόσοφος — ὁ, ΜΑ [φιλόσοφος] 1. αυτός που φιλοσοφεί μαζί με κάποιον 2. στον πληθ. οἱ συμφιλόσοφοι οι συμφιλοσοφούντες … Dictionary of Greek
θυμόσοφος — η, ο αυτός που έχει την τάση να φιλοσοφεί, αυτός που έχει την ικανότητα να χαρακτηρίζει επιγραμματικά πρόσωπα και καταστάσεις: Θυμόσοφος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφώ — φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία, είμαι φιλόσοφος, βυθίζομαι σε φιλοσοφικές σκέψεις, εμβαθύνω φιλοσοφικά στα πράγματα: Φιλοσοφούμε για την ανθρώπινη ζωή. 2. αντιμετωπίζω τη μοίρα μου με φιλοσοφικότητα, υπομένω κάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)